- θέαφος
- θέαφος, ό (Μ)θειάφι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεάφου — θέαφος sulphur masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεάφῳ — θέαφος sulphur masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέαφον — θέαφος sulphur masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεαφώδης — θεαφώδης. ῶδες (Μ) [θέαφος] θειούχος, αυτός που περιέχει θειάφι … Dictionary of Greek
θειάφι — και τειάφι, το (Μ θειάφιον) 1. το ορυκτό θείο* 2. συνεκδ. καπνός ή οσμή από θειάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. θειάφιον < θείον + επίθημα αφιον (πρβλ. εδ άφιον, ξυλ άφιον, ξυρ άφιον) και απαντά στον Τζέτζη (7ος μ.Χ. αι.), ενώ ο Ησύχ. παραδίδει τ.… … Dictionary of Greek